αιολόφυλος

αιολόφυλος
αἰολόφυλος, -ον (Α)
αυτός που αποτελείται από διάφορες φυλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + -φυλος < φῦλον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αἰολοφύλοις — αἰολόφυλος of divers kinds masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰολόφυλοι — αἰολόφυλος of divers kinds masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… …   Dictionary of Greek

  • ποικιλογενής — ές, Α αυτός που αποτελείται από διάφορες φυλές, αιολόφυλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + γενής (< γένος), πρβλ. θεο γενής)] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλόφυλος — ον, Α αυτός που αποτελείται από διάφορες φυλές, αιολόφυλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + φυλος (< φῦλον), πρβλ. ετερό φυλος] …   Dictionary of Greek

  • φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”